- νεοτεύκτου
- νεότευκτοςnewly wroughtmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νεότευκτος — η, ο (Α νεότευκτος, ον) αυτός που κατασκευάστηκε πρόσφατα, νεόκτιστος, νεόδμητος, καινουργιοφτειαγμένος (α. «νεότευκτο σπίτι» β. «κνημὶς νεοτεύκτου κασσιτέροιο σμερδαλέον κονάβη σε», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + τευκτος (< τεύχω… … Dictionary of Greek
Μεσσήνη — I Μυθολογικό πρόσωπο. Κατά μία εκδοχή ήταν κόρη του μυθικού βασιλιά του Άργους, Τριόπα, γιου του Φόρβα, ενώ σύμφωνα με κάποια άλλη ήταν κόρη του Φόρβα και της Εύβοιας και αδελφή του Τριόπα. Παντρεύτηκε τον Πολυκάονα, δευτερότοκο γιο του βασιλιά… … Dictionary of Greek